- απερυγγανω
- ἀπερυγγάνωἀπ-ερυγγάνω(aor. 2 ἀπήρυγον) извергать с рвотой, изрыгать Men., Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απερυγγάνω — ἀπερυγγάνω (Α) [ερυγγάνω] 1. ξερνώ, βγάζω 2. ρεύομαι 3. (για ποταμό) εκβάλλω … Dictionary of Greek
ἀπερυγγάνω — ἀπό ἐρυγγάνω belch out pres subj act 1st sg ἀπό ἐρυγγάνω belch out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)